τρολές

τρολές
το ακλ. дуга, токоприёмник трамвая

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τρολές" в других словарях:

  • τρολές — και τρουλές, ο, Ν μικρός μεταλλικός τροχίσκος προσαρμοσμένος στο άνω άκρο τής ηλεκτροφόρας κεραίας τών ηλεκτρικών σιδηροδρόμων και τροχιοδρόμων, μέσω τού οποίου αυτά τα οχήματα παίρνουν ηλεκτρικό ρεύμα από το εναέριο ηλεκτρικό καλώδιο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • τρολές — ο (λ. αγγλ.), μικρός μεταλλικός τροχός στο πάνω μέρος της ηλεκτροφόρας κεραίας των τραμ και των αυτοκινήτων που κινούνται με ηλεκτρισμό, για τη μετάδοση του ηλεκτρισμού από το εναέριο ηλεκτροφόρο καλώδιο, μέσω της κεραίας, στο όχημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»